- οιονοϊστική
- οἰονοϊοτική, ἡ (Α)λέξη που προήλθε από συμφυρμό τών λέξεων οίησις, νους, ιστορία και η οποία χρησιμοποιούνταν από τον Πλάτωνα ειρωνικά για την ετυμολογία τής λέξης οιωνιστική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰονοιστική — οἰονοϊστική , οἰονοϊστική fem nom/voc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰονοιστικήν — οἰονοϊστικήν , οἰονοϊστική fem acc sg (attic epic ionic) οἰονοιστική fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)